Τα νοσοκομεία δεν αποτελούν τόπο ραντεβού…Και δεν είναι μόνο ότι σου «ξυπνούν» άσχημες αναμνήσεις, λόγω των προβλημάτων υγείας που σε αναγκάζουν να τα επισκεφθείς, αλλά και το φαγητό τους. Ακόμη και για εξετάσεις να εισαχθείς, το μυαλό σου πάει στη νερόβραστη σούπα, το άνοστο μπιφτέκι και το άγλυκο-που σερβίρουν για γλυκό-ζελέ.
Κι όμως υπάρχει ένας σεφ με καταγωγή από την Τήνο και το Καρπενήσι, που μετέτρεψε το Γενικό Νοσοκομείο Πειραιά, γνωστό και ως Τζάνειο, σε τόπο ραντεβού!
Ο Ιάκωβος Απέργης, σπούδασε στη σχολή τουριστικών επαγγελμάτων και στα πρώτα του βήματα είχε τη χαρά να συνεργαστεί με τον Γεώργιο Τσελεμεντέ στην Κουζίνα των κρύων πιάτων στα τότε καφεστιατόρια ΝΕΟΝ. Μετά το πέρασμα του, από διάφορα εστιατόρια, αλυσίδες καταστημάτων εστίασης και μεγάλα Super Markets, βρίσκεται έως και σήμερα στην κουζίνα, ως υπεύθυνος μαγειρείου, στο Τζάνειο.
Στην κουζίνα του Τζάνειου μαζί με τους συναδέλφους του δημιουργεί ευφάνταστα, καλομαγειρεμένα και γευστικά γεύματα – βάσει πάντα των διατροφικών οδηγιών κάθε πάθησης-σαν να βρίσκεται σε gourmet εστιατόριο.
Ο Ιάκωβος Απέργης εκτός από μαθήματα μαγειρικής, παραδίδει και μαθήματα ανθρωπιάς από την κουζίνα του Τζανείου.
Χείμαρρος ο ίδιος, δεν τόλμησα να κάνω συνέντευξη μαζί του, απλά συζητήσαμε για το παρόν, αλλά και το μέλλον των σχεδίων του.
Πως προέκυψε η ιδέα του «σεφ σε νοσοκομείο»;
«Ήταν εντελώς τυχαίο και όχι από επιλογή. Προέκυψε από μια αίτηση, που έγινε στο Δημόσιο, από τη σύζυγό μου, μετά από υπόδειξη συγγενή μας, ότι ζητούν μάγειρες στο δημόσιο. Έγινε τελευταία ημέρα της προθεσμίας κατάθεσης, επέλεξα τον Πειραιά, γιατί δεν πίστευα πως θα με πάρουν. Σκέφθηκα…στον Πειραιά μένω, αν γίνει κάτι ας κάνω την αίτηση για εκεί και όχι στην Αθήνα, που είχε περισσότερες θέσεις για νοσοκομεία. Έτσι με πήραν, μετά από δύο χρόνια, που είχε γίνει η αίτηση στο Τζάνειο, στο οποίο και είχα χάσει τη μητέρα μου, ένα μήνα πριν. Και πραγματικά είναι τυχαίο, γιατί για να καταθέσω την αίτηση, πήγα και ήρθα τρεις φορές στο ταχυδρομείο, καθώς όλο και κάτι ξεχνούσα. Είτε ήταν το παράβολο ή το όνομά μου στο παράβολο. Ήταν για να γίνει»
Πως προέκυψε το «gourmet σε ασθενείς»;
«Είναι βαριά κουβέντα το gourmet και θα έλεγα ότι με πείραζε αρχικά, γιατί δεν ήξερα πως ακούγεται και στον κόσμο. Κατάφερα τελικά να καταλάβω ότι χαρακτηρίζουν ένα καλομαγειρεμένο φαγητό, που προέκυψε εντελώς τυχαία γιατί έπρεπε να ταΐσεις παιδιά τα οποία είναι κακοποιημένα είτε παρατημένα, είτε με κάποιες δυσκολίες στην προσωπική τους ζωή που νοσηλευόντουσαν στο Τζάνειο. Έπρεπε να τους προσφέρεις ένα φαγητό, που είναι αρεστό να το φάνε σε ένα περιβάλλον που δεν είχε τη ζεστασιά του σπιτιού, ούτε δύο γονείς, που αγαπούν το παιδί τους και προσπαθούν να το κάνουν να φάει όλο του το πιάτο, τονίζοντας τα προτερήματα του ψαριού ή των λαχανικών. Έτσι ξαφνικά προέκυψε και η ιδέα να κάνω το ψάρι μπιφτέκι. Έτσι ήρθε και η επαφή μου με τα παιδάκια και η ιδιαίτερη γνωριμία μου με ένα από αυτά, καθώς δεν γνώριζα ότι υπάρχουν παιδιά με τέτοιου είδους προβλήματα στο νοσοκομείο. Άρχισα πλέον να φτιάχνω και πράγματα στο σπίτι, π.χ. πίτσες και να έχω μια πιο προσωπική επαφή. Άρχισα να μαγειρεύω για τα παιδιά αυτά κάπως διαφορετικά, απ’ ότι είχε το μενού. Αυτό άρχισε να γίνεται γνωστό σιγά-σιγά, άρχισα να πειράζω τα φαγητά, άλλοτε τα κατάφερνα και άλλοτε όχι, γιατί προσπαθούσα να μην επιβαρύνω και το νοσοκομείο. Ήθελα επίσης να δείξω ότι μπορείς να κάνεις κάτι καλό με τα ίδια υλικά χωρίς να επιβαρύνεις το δημόσιο. Προσφέρεις φαγητό σε ανθρώπους που δεν μπορούν να διαμαρτυρηθούν. Για μένα το φαγητό στα νοσοκομεία πρέπει να είναι το καλύτερο, που μπορούμε να δώσουμε και να είναι μέσα στη φαρμακευτική αγωγή. Όσο καλό θα κάνει στον ασθενή ένα χάπι, άλλο τόσο θα του κάνει καλό ένα καλομαγειρεμένο φαγητό».
Δεν υπάρχει δηλαδή «νοσοκομειακό φαγητό»;
«Δεν υπάρχει η έννοια «νοσοκομειακό φαγητό», ήταν απλά το φαγητό που βόλευε όλους. Είναι πιο εύκολο να βγάλεις ανάλατο φαγητό για όλους, μόνο που δεν χρειάζεται όλοι οι ασθενείς να τρώνε ανάλατα! Ποτέ δεν φτιάχνουμε ένα φαΐ για όλους, εκτός κι αν είναι κάτι που ξέρουμε ότι αρέσει σε όλους. Αλλά δεν θα προσφέρουμε σπανακόρυζο ή ψάρι στα παιδάκια που πολύ συχνά δεν το τρώνε».
Σας είχε γίνει ή σας έγινε πρόταση και από ιδιωτικό νοσοκομείο;
«Τώρα τελευταία έγινε μια κρούση από ιδιωτικό νοσοκομείο. Δεν έχουμε έρθει σε επαφή, αλλά με αυτό που έχω χαρεί είναι ότι έχουν αρχίσει τα νοσοκομεία, γενικά, να κάνουν προτάσεις σε γνωστούς σεφ για να αναλάβουν το μενού. Δεν είναι κάτι που θες να χρεωθείς ότι εσύ το κατάφερες, αλλά λες κοίτα τι έχεις καταφέρει…έχουν αρχίσει να ασχολούνται περισσότερο, μου έχει γίνει πρόταση από γηροκομείο να αναλάβω την κουζίνα του. Προσωπικά είτε είναι πρόταση από εστιατόριο, νοσοκομείο, γηροκομείο, ένα πιάτο φαγητό έχει την ίδια αξία για μένα».
Η αναγνωρισιμότητα έχει βοηθήσει;
«Όταν ήρθε η αναγνωρισιμότητα δεν χάρηκα για μένα, αλλά χάρηκα γιατί μου άνοιξε πόρτες, όταν πήγα για πρώτη φορά να ζητήσω βοήθεια. Δέχθηκαν αμέσως να με βοηθήσουν, γιατί τη ζήτησε κάποιος γνωστός. Ενώ πρώτα αυτές οι πόρτες έκλειναν. Με ευγένεια τις περισσότερες φορές, αλλά και με αγένεια. Δεν με νοιάζει όμως πως θα φθάσει αυτό που ζητάω, αρκεί να φθάσει».
Επόμενος στόχος το ««gourmet» μενού στο στρατό;
«Θα ήταν καλή ιδέα, αλλά θα πρέπει να ασχοληθούν οι ειδήμονες και δεν δείχνουν διάθεση να το κάνουν. Αυτή τη στιγμή έχω αναλάβει, εδώ και δύο μήνες, να φτιάξω το μενού και το φαγητό σε έξι ιδρύματα της «Κοινωνικής Δομής και Αλληλεγγύης», που είναι παιδιά με αυτισμό, κακοποιημένα, παιδιά παρατημένα, ΑμεΑ να κάνω το φαγητό πιο προσιτό προς αυτούς τους ανθρώπους, πιο γευστικό. Να δημιουργήσω φαντασία στους μάγειρες, που με τον καιρό στο δημόσιο τη χάνουν, να ανεβάσεις την ψυχολογία τους και να τους μεταφέρεις, ότι και από εδώ, όλοι μαζί, μπορούμε να κάνουμε πράγματα. Να πάρω πάλι δύναμη από τα χαμόγελα των παιδιών, όπως αυτού του παιδιού, από τη δομή της Βούλας, που με ανάφερε ως «ο σεφ της καρδιάς μου», όταν έφαγε το μπιφτέκι ψαριού. Ένας από τους στόχους μου είναι να πάω σ’ ένα νοσοκομείο του εξωτερικού για να δω πως είναι εκεί. Πως αντιμετωπίζουν την υπόθεση φαγητό, οι εκεί μάγειρες. Τι τεχνικές κάνουν, τι μηχανήματα χρησιμοποιούν».
Που εμπλέκεται η Τήνος σε όλο αυτό;
«Κατάγομαι από την Τήνο και το Καρπενήσι. Τηνιακός ήταν ο παππούς μου από τον Τριαντάρο, από την πλευρά του πατέρα μου. Ερχόμουν για διακοπές στο νησί από το 2005 έως το 2009-10. Αρχίσαμε μ’ ένα τάμα βρήκα κάποιους συγγενείς και πηγαινοερχόμασταν στην Τήνο. Κάποια στιγμή το 2017 ανακάλυψα ότι στην Ελλάδα γίνονται κάποιες μαγειρικές και μέσα σε αυτές ήταν και η Τήνος, με το «Tinos Food Paths». Πήρα τηλέφωνο ένα φίλο, για να μάθω πως μπορώ να συμμετέχω σε κάτι τέτοιο και έμαθα ότι ήθελαν να με καλέσουν να μαγειρέψω. Μετείχα κανονικά το 2017, μαγειρέψαμε κάναμε τον αλευροπόλεμο, σ’ ένα μέρος που κάναμε κουλουράκια με τη συμμετοχή των παιδιών από ένα παιδικό σταθμό και την προτελευταία ημέρα, προτού φύγουμε, είπα ότι αυτό ήταν…μαγείρεψα, γνώρισα κάποιους ανθρώπους συγγενείς του παππού μου και δυστυχώς τελειώνει εδώ. Το 2018 δέχθηκα ένα τηλεφώνημα από τα παιδιά, ότι θα μαγειρέψουν στην «Expotrof» αν θέλω να τους βοηθήσω, για τα «φαναράκια της Παναγίας» τη γνωστή γιορτή του νησιού και κάτι συνέβη και δεν μπόρεσαν να έρθουν όλοι από το νησί. Έτσι ήθελαν να τους βοηθήσω. Δέχθηκα με μεγάλη χαρά. Ήταν πραγματικό δώρο για μένα και έτσι έγινα μέρος αυτής της ομάδος. Ξαναήρθα σε επαφή με το νησί μου και πιθανώς ήταν γραφτό να γίνει γιατί συμμετείχα πλέον ανελλιπώς, έως το 2018, όπου ήρθε ο κορονοϊός να μας ανακόψει. Μετείχα από την αρχή έως την τελευταία ημέρα του «Tinos Food Paths», που γίνεται κάθε Μάιο. Γνώρισα ανθρώπους, που πλέον δεν θα μπορούσα να φανταστώ τη ζωή μου, χωρίς αυτούς και την Τήνο. Έχω πάρει πολύ αγάπη από την Τήνο και μακάρι να μπορέσω να τους την ανταποδώσω στο ελάχιστο. Κατεβαίνω στο νησί και νιώθω σαν το παιδί που τρελαίνεται από χαρά».
Υπάρχει στη σκέψη ένα δικό σας εστιατόριο;
«Όχι. Εκείνο που είναι στα άμεσα σχέδια μου είναι να βγάλω ένα βιβλίο, για ανθρώπους που έχουν κάποιες ιδιαίτερες διατροφικές ανάγκες, π.χ. αυτοί με καρκίνο στη γνάθο. Ανακάλυψα μέσω ενός φίλου μου, που τον έχασα από αυτή τη νόσο, ότι οι συγκεκριμένοι άνθρωποι τρώνε μόνο αλεσμένα. Και δουλεύω πάνω σε αυτό, καθώς μπορούμε να αλέσουμε το 95% του φαγητού, που τρώμε στο σπίτι και όχι μόνο σούπες και πουρέ.
Άλλωστε στην Ελλάδα υπάρχουν τόσα πολλά και πολλών ειδών εστιατόρια, που δεν θα είχα να προσφέρω το κάτι παραπάνω. Αν έκανα ένα μαγαζί θα ήθελα να καλύπτω τέτοιες ανάγκες ή να μπορώ να έχω κάτι σαν την κοινωνική κουζίνα».
Δεν βρήκα καλύτερο τρόπο να κλείσω αυτή τη συζήτηση και πιστέψτε με άφησα πολλά από αυτά που ειπώθηκαν εκτός. Εμπειρία συναδέλφου με καρδιακό επεισόδιο τις ημέρες των περασμένων εορτών, που νοσηλεύθηκε στο Τζάνειο. Αισθάνθηκε την ανάγκη να ανεβάσει στα κοινωνικά δίκτυα, ένα από τα γιορτινά πιάτα του Ιάκωβου Απέργη. Χωρίς άλλο σχόλιο, τελικά τα νοσοκομεία μπορούν να γίνουν σημεία γαστρονομικής αναφοράς!