Ένας διάλογος με τον Χάρη Βλαβιανό για την Τήνο και την ενέργεια του ποιητικού λόγου.
Ο Χάρης Βλαβιανός μας ανοίγει την καρδιά του:
Πώς ξεκίνησε η σχέση σας με την Τήνο;
Τον Ιούλιο του 1997 αποφάσισα να κάνω διακοπές στην Τήνο. Νοίκιασα, μετά από προτροπή φίλων, ένα σπίτι στον Όρμο Γιαννάκη. Η κόρη μου εκείνο το καλοκαίρι ήταν σχεδόν τριών ετών και ο γιος μου εννέα, και για χάρη τους αποφάσισα ν’ αφήσω για λίγο (έτσι πίστευα) τις άγριες θάλασσες της Αμοργού (νησί από το οποίο κατάγομαι) και να επιλέξω ένα μέρος με παραλίες πιο φιλικές για τα παιδιά (και για μένα φυσικά που δεν θα αναγκαζόμουν, όπως έκανα εκεί, να τα κουβαλάω συχνά στην πλάτη μου). Το αποτέλεσμα αυτής της επιλογής ήταν ν’ ανακαλύψω έναν άλλο paradiso terrestre, εξίσου όμορφο και να τον ερωτευθώ κι εγώ και η οικογένειά μου σφόδρα, και το μεθεπόμενο καλοκαίρι να αποφασίσουμε να χτίσουμε το δικό μας σπίτι πλέον στον Τριαντάρο.
Ποιο είναι το «μπεστ σέλερ» της;
Δεν είναι ένα. Ανάλογα την ώρα, την εποχή, τη διάθεση. Η Τήνος έχει πολλούς θησαυρούς (κάποιους ευτυχώς καλά κρυμμένους ακόμη) και ο κάθε επισκέπτης ή μόνιμος κάτοικος αποφασίζει, με βάση τις αισθητικές του προτιμήσεις ποιον απ’ όλους να αξιοποιήσει (ή ακόμη και ν’ ανακαλύψει).
Ποια εικόνα του νησιού δεν θα ξεχάσετε ποτέ;
Να επιστρέφω καθώς είχε βραδιάσει με το αμάξι από τον Πύργο και στον δρόμο που περνάει έξω από τον Βωλάξ να χάνομαι μέσα σ’ ένα πυκνό σύννεφο ομίχλης – τόσο πυκνό που αναγκάστηκα να σταματήσω. Ένιωσα σαν ήρωας μεσαιωνικού παραμυθιού που περιμένει να πεταχτούν μέσα από τους ογκώδεις βράχους τρομακτικά τέρατα.
Αγαπημένα σημεία;
Χωριά: Τριαντάρος (προφανώς), Καρδιανή, Υστέρνια, Λουτρά, Αγάπη, Κτικάδος, Φαλατάδος – αλλά ώρες και μέρες που να μπορείς να τα απολαύσεις.
Θάλασσες: Παχιά Άμμος (μετά το ηλιοβασίλεμα, όταν έχουν αποχωρήσει οι ορδές των τουριστών), Λιβάδα, Λυχναφτιά, Καλύβια, Αγία Θάλασσα, Καβαλουρκό και άλλες πολλές που δεν θα τις αποκαλύψω.
Απογευματινός καφέ, ρακή ή γλυκό: Θαλασσάκι ή Ναυτίλος (στον όρμο Υστερνίων), Πλάτανος στον Πύργο ή στη βεράντα του σπιτιού μου αγναντεύοντας τη Δήλο.
Φαγητό: Ταρσανάς, Θαλασσάκι, Αγνάντι, Ντουάρ, Βυζάντιο, Κουτούκι της Ελένης, Άγονη γραμμή και πολλά άλλα ταβερνάκια στα: Υστέρνια, Βωλάξ, Φαλατάδος, Αγάπη, Κολυμπήθρα κ.λπ. κ.λπ. Δεν έχουν τέλος οι γαστρονομικές περιπέτειες στην Τήνο.
Ποτό: Κουρσάρος, Αργοναύτης – κλασικές αξίες.
Οι Τηνιακοί τι σχέση έχουν με την ποίηση;
Έντονη. Ο Ντίνος Σιώτης (γέννημα-θρέμμα του νησιού) οργανώνει στην Τήνο κάθε καλοκαίρι με μεγάλη επιτυχία το Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης και ο Θέμης Ροδαμίτης το Φεστιβάλ του Δήμου Τήνου, το οποίο φιλοξενεί πολλές ποιητικές εκδηλώσεις. Έχω παρουσιάσει κι εγώ μέσα στα χρόνια βιβλία μου σε διάφορες εκδηλώσεις και η προσέλευση του κοινού ήταν μεγάλη.
Η Τήνος αποτελεί πηγή έμπνευσης στη δουλειά σας;
Δεν θα μπορούσε ένα τόσο ιδιαίτερο μέρος να μην είναι.
Ποιο ποίημα θα αφιερώνατε στον τόπο και γιατί;
Έχω γράψει πολλά ποιήματα όπου το τοπίο της Τήνου (κυρίως το φως της) αποτελεί το βασικό θέμα ή τον καμβά πάνω στον οποίο δουλεύεται το θέμα. Αυτό το οποίο θα ξεχώριζα είναι «Οι δοξασίες του Αυγούστου» από τη συλλογή μου Μετά το τέλος της ομορφιάς. Πρόκειται να αναδημοσιευθεί στο τεύχος των (δε)κάτων που θα είναι αποκλειστικά αφιερωμένο στην Τήνο. Αλλά και σε πολλά άλλα ποιήματά μου υπάρχουν εκτενείς αναφορές στο νησί και τους ανθρώπους του.
Ποια είναι η άποψή σας για τη δυναμική του Φεστιβάλ Τήνου;
Σωστή και ευφάνταστη πρωτοβουλία. Από χρόνο σε χρόνο αποκτά όλο και μεγαλύτερο κύρος. Μπορεί να καταστήσει την Τήνο ένα από τα ωραιότερα μέρη όπου διεξάγονται τέτοια φεστιβάλ.
Τι ήταν αυτό που σας ώθησε να ασχοληθείτε με την τέχνη του λόγου;
Η επιθυμία μου να κρατήσω –μέσω της στιβαρότητας των λέξεων– κάτι από αυτή τη διαρκή, αστραφτερή ροή των πραγμάτων που συνθέτουν τη ζωή μου. Όπως είχε πει και ο Κλέε, όταν ρωτήθηκε γιατί ζωγραφίζει: «για να ζήσω μια-δυο μέρες περισσότερο μετά τον θάνατό μου».
Ποιους σύγχρονους ποιητές και συγγραφείς θαυμάζετε; Για ποιους λόγους;
Ο κατάλογος δεν έχει τέλος και αλλάζει βέβαια και τροποποιείται – αφού αλλάζω κι εγώ μέσα στον χρόνο. Σταθεροί σύντροφοι πάντως (στον χώρο της σύγχρονης ποίησης) παραμένουν οι: Έλιοτ, Πάουντ, Στήβενς, Κάμμινγκς, Χέρμπερτ, Άσμπερυ, Μέριλ, Κάρσον, Πεσσόα, Ρουσσέλ, Ζαμπές, και από Έλληνες οι: Καβάφης (αν και πρεσβύτερος του Σικελιανού, όλο και πιο αναγκαίος σήμερα), Σεφέρης (της όψιμης περιόδου), Ελύτης (όχι όλες του οι συλλογές), Καρούζος (της πρώιμης φάσης), Βακαλό, αρκετοί ποιητές της γενιάς του ’70, της δικής μου, και κάποιοι νεότεροι ή και νεότατοι. Από πεζογράφους για να μη σας κουράζω περιορίζομαι σ’ ένα όνομα: Τζ. Κούτσυ.
Αν σας ζητούσα να ξεχωρίσετε ένα μόνο ποίημα ως το αγαπημένο σας, ποιο θα ήταν αυτό;
Δεν έχω σταθερές αγάπες. Αυτή την εποχή αγαπώ το «Φθινοπωρινό ρεφραίν», «Το ποίημα του Βερμέερ», κάποια από τα «Σονέτα της συμφοράς» και το αυτοβιογραφικό ποίημα που γράφω τώρα που έχει τίτλο «Αυτοπροσωπογραφία ενός άλλου».
Γιατί επιλέξατε να ασχοληθείτε και με τη μετάφραση;
Είναι μια δημιουργική δουλειά που σου δίνει την ευκαιρία να ελέγξεις τις αντοχές και τις δυνατότητες της δικής σου γλώσσας. Καθώς προσπαθείς να φτιάξεις το καλούπι που θα «χωρέσει» το ξένο ποίημα, διευρύνεις παράλληλα τα όρια της γλώσσας σου. Και αυτή η διεργασία είναι πολύτιμη για έναν ποιητή. Πλουτίζει και γονιμοποιεί τις ποιητικές του αναζητήσεις. Έχω μάθει πολλά από τους ποιητές που έχω μεταφράσει (μερικούς τους αναφέρω πιο πάνω ως σταθερούς συντρόφους) και μ’ έχουν βοηθήσει να επεξεργαστώ και να συνθέσω το δικό μου ποιητικό σχέδιο.
Πόσο εύκολη ή δύσκολη είναι η ζωή ενός ποιητή στη χώρα μας;
Δύσκολη. Το χάσμα ανάμεσα στον ποιητή και τον αναγνώστη όλο και βαθαίνει στην εποχή του life style που κυριαρχεί σήμερα. Η ποίηση συρρικνώνεται σ’ ένα κλειστό σύμπαν και, καθώς δεν αποτελεί πια κυρίαρχο ρεύμα της λογοτεχνικής παραγωγής, καταντάει, όπως σωστά σημειώνει ένας Αμερικανός κριτικός, μια «εξειδικευμένη ενασχόληση μιας σχετικά μικρής και απομονωμένης αδελφότητας αφοσιωμένων ζηλωτών. Ελάχιστη από τη φρενιτιώδη δραστηριότητα που προϋποθέτει, υπερβαίνει τα όρια της κλειστής ομάδας. Οι ποιητές, βέβαια, ως πνευματική κατηγορία, δεν έχουν χάσει ολότελα το κύρος τους· σαν ιερείς σε μια πόλη αγνωστικιστών, απολαμβάνουν ακόμη μιας κάποιας υπόληψης. Αλλά σαν αυτόνομοι δημιουργοί είναι σχεδόν αόρατοι».
Αυτό που εκπλήσσει βέβαια είναι πως η ποίηση υποχωρεί την ίδια στιγμή που εκδοτικά ανθεί. Ποτέ στο παρελθόν δεν κυκλοφορούσαν τόσες ποιητικές συλλογές (πάνω από 600 τον χρόνο!), τόσο πολλές ανθολογίες ή φιλολογικά περιοδικά, τόσα μπλογκ για την ποίηση. Ταυτόχρονα, όμως, η ενέργεια της ποίησης που κάποτε κατευθυνόταν προς τα έξω, σήμερα κατευθύνεται όλο και περισσότερο προς τα μέσα. Εσωστρεφής, αυτοαναφορικός, απομονωμένος, ο ποιητικός χώρος μόνος του αναγορεύει τις διασημότητές του και μόνος του, φοβάμαι, τις καταναλώνει. Και το διαδίκτυο έχει επιδεινώσει τα πράγματα, τη στιγμή που φαινομενικά δείχνει να δίνει βήμα στην ποίηση.
Ποια συμβουλή θα δίνατε σε έναν νέο ποιητή ή συγγραφέα;
Τα ποιήματά του να στηρίζονται σ’ ένα γερό στοχαστικό υπόβαθρο και η μορφή που θα επιλέξει ν’ αποσκοπεί στην υπέρτατη διαύγεια.
Εκτός από οικονομική, βιώνουμε και πολιτισμική κρίση στην Ελλάδα;
Ασφαλώς. Δεν θα μπορούσε η οικονομική, πολιτική, κοινωνική κρίση να αφήσει απέξω τον πολιτισμό. Ωστόσο, όπως είχε πει και ο Σαρτρ, «οι Γάλλοι δεν υπήρξαν ποτέ πιο ελεύθεροι απ’ ό,τι την περίοδο της γερμανικής Κατοχής». Σκεφτείτε τι έγινε εκείνα τα χρόνια στη Γαλλία, για παράδειγμα, στον χώρο της λογοτεχνίας, της φιλοσοφίας και της τέχνης. Το ίδιο βέβαια συνέβη και στην Ελλάδα. Η κρίση λοιπόν από τη μια μας αποσπά βίαια από μία συνθήκη πνευματικού εφησυχασμού και από την άλλη μας αναγκάζει να στοχαστούμε βαθύτερα την ανθρώπινη κατάσταση. Το αποτέλεσμα μπορεί να είναι έργα μεγάλης ενορατικής δύναμης και έντασης. Έργα που θα μείνουν στην ιστορία της λογοτεχνίας και της τέχνης.
*O Χάρης Βλαβιανός σπούδασε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ και πολιτική θεωρία στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Έχει εκδώσει δέκα ποιητικά βιβλία, δοκίμια και τη χιουμοριστική ανθολόγηση “Britannica” (2004). Επίσης, έχει μεταφράσει έργα κορυφαίων συγγραφέων. Διηύθυνε το περιοδικό “Ποίηση” επί 15 χρόνια, ενώ σήμερα διευθύνει το περιοδικό “Ποιητική” (τ.1, 2008). Πρόσφατα μετέφρασε τα «Τέσσερα Κουαρτέτα» του Τ.Σ. Έλιοτ.