Όταν με Κοίταξε η Πλαγιά …

Μια μικρή ιστορία για την εκτός σχεδίου δόμηση στην Τήνο.

Πρωτοήρθα στην Τήνο το 1988, φιλοξενούμενος σε συγγενικό σπίτι στο Κτικάδο. Ήταν μια όμορφη παραδοσιακή κατοικία, σοφά ανακαινισμένη από τον Αρχιτέκτονα – ιδιοκτήτη της, που δεν είχε κι΄αυτός σχέση με το νησί.

Τα επόμενα χρόνια πήγα και ξαναπήγα στο σπίτι του Κτικάδου. Στην πάνω βεράντα με θέα τα Κιόνια, το πέλαγος και τη Σύρα, πέρασα όμορφες στιγμές με φίλους και συγγενείς, πίνοντας Τηνιακό ρακί.

Σιγά, σιγά γνώριζα το νησί. Κάποια πράγματα έγιναν αγαπημένες συνήθειες: Η βεράντα, της «Δροσιάς» στο Κτικάδο. Ο «Ντουάρ» στο μαγικό δρομάκι της Στενής,  η «Αγία Θάλασσα» στον μοναδικό Πάνορμο…

Αν κάποια πασχαλιά  δεν κατάφερνα  να έρθω στην Τήνο η στεναχώρια ήταν μεγάλη. Κυρίως γιατί θα έχανα τον Επιτάφιο στη Χώρα.  Το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής μαζευόμασταν στους Ταξιάρχες, περιμένοντας τον Επιτάφιο της Παναγίας και του Αγίου Νικολάου. Από μακριά, έφτανε ο ήχος της μπάντας του Δήμου που έπαιζε πένθιμα εμβατήρια. Δεν θυμάμαι χρονιά που γλύτωσα το δάκρυ μου, όταν οι Επιτάφιοι περνούσαν από μπροστά μου.

Η περιπλάνηση μου στο Αιγαίο ξεκίνησε από τα φοιτητικά χρόνια. Μαγεύτηκα από την άγρια ομορφιά της καλντέρας της Σαντορίνης και τα υπόσκαφα σπίτια της. Λάτρεψα τη χώρα της Αμοργού, για την συνεκτικότητά του ιστού της. Την απλότητα της Σικίνου. Την ταπεινότητα της Σχοινούσας. Την θεατρικότητα της πλατείας, στη χώρα της Φολεγάνδρου.

Όσο τα χρόνια περνούσαν, τόσο γινόταν μέσα μου πιο επιτακτική η ανάγκη   να ριζώσω κάπου στο Αιγαίο. Χωρίς να εγκαταλείψω την αγαπημένη μου Αθήνα. Στα σαράντα πέντε μου αγόρασα με φίλους μία έκταση, που αλλού; Στην Τήνο. Κι’ άλλα νησιά μου άρεσαν, όμως εδώ είχα πλέον αναμνήσεις και ήταν κι αυτή η ζωντάνια του νησιού χειμώνα-καλοκαίρι, από ένα πληθυσμό με πλήρη ηλικιακή διαστρωμάτωση.

Το ακίνητο που αγοράσαμε βρίσκεται στην αγαπημένη σε μένα περιοχή του νησιού. Από τα χρόνια του Κτικάδου, έπαιρνα τα δειλινά το αυτοκίνητο και πήγαινα προς τα Ιστέρνια. Ο δρόμος ψηλά, το απέραντο γαλάζιο να γεμίζει τα μάτια, ο ήλιος να πηγαίνει να σβήσει στη θάλασσα, τα χρώματα μαλακά: γαλήνη.

Αποφασισμένος  να κάνω αυτά τα μοναδικά δειλινά μέρος της ζωής μου, έκανα αυτή την αγορά.

Μοιράσαμε το χωράφι , έτσι που η κάθε ιδιοκτησία να είναι πάνω από τέσσερα στρέμματα, επιφάνεια που τότε ήταν η μοναδική προϋπόθεση για την αρτιότητα και την οικοδομησιμότητα στα εκτός σχεδίου ακίνητα. Ως ο Αρχιτέκτων της παρέας ανέλαβα να μελετήσω αρχικά τρία σπίτια.

Και τότε άρχισαν τα δύσκολα.

Είχα παρέμβει με κατασκευές στον αστικό ιστό της Αθήνας,

είχα σχεδιάσει σπίτια στον Παρνασσό, στην Λευκάδα. Εκείνη την εποχή μάλιστα το γραφείο μου σχεδίαζε το Ολυμπιακό κέντρο Κωπηλασίας στο Σχοινιά Αττικής.

Όλα τα αντιμετώπισα με σχετική άνεση και ελευθερία στις επιλογές.

Καθόμουν στη δημοσιά με τις ώρες κοιτώντας την πλαγιά. Ένα τοπίο ήσυχο παρά την αρκετή κλίση, χαρακτηριστικό της εξοχής των Κυκλάδων: Οργανωμένο σε αναβαθμούς, τις «σκάλες» όπως τις λένε οι ντόπιοι, με την βοήθεια αναλημματικών  τοίχων: των ξερολιθιών. Οι άνθρωποι στο Αιγαίο είχαν κατασκευάσει ανά τους αιώνες εκατοντάδες χιλιάδες χιλιόμετρα ξερολιθιές, σε μία προσπάθεια να συγκρατήσουν το χώμα στις πλαγιές, για να καλλιεργήσουν τα προς το ζην. Αυτές οι ατέλειωτες «γραμμές», έγιναν το σήμα κατατεθέν των Κυκλάδων, και ταυτίστηκαν με το φυσικό περιβάλλον. Ποτέ ο άνθρωπος δεν είχε συνεργαστεί καλύτερα με τον Θεό στην παραγωγή μιάς εικόνας.

Σε όλη την έκταση των 18,5 στρεμμάτων (τόση ήταν η επιφάνεια του ακινήτου που αγοράσαμε) υπήρχε ένα μόνο κτίσμα,  15 περίπου τετραγωνικών, μία αγροτική αποθήκη. Τα «κελιά», έτσι λένε αυτές τις αποθήκες, είναι διάσπαρτα στην Τηνιακή ύπαιθρο. Μικρά σε μέγεθος και πέτρινα, συνήθως σχετιζόμενα με τις ξερολιθιές, είναι ταυτισμένα με το περιβάλλον, σχεδόν αόρατα. Εγώ πώς να κάνω αόρατα 360 τετραγωνικά; (τόση ήταν η συνολική έκταση των τριών σπιτιών χωρίς τα υπόγεια), ή έστω πως θα τα έκανα να συνεργαστούν με το περιβάλλον; Να μην βγάζουν μάτι;

Περιδιαβαίνοντας την Εξωμεριά της Τήνου συνάντησα παλιά κτίσματα μεγαλύτερα από τα κελιά: τις εξοχικές κατοικίες αλλοτινών εποχών. Εξοχικές όχι με την έννοια της κατοικίας διακοπών αλλά της θερινής κατοικίας δίπλα στα χωράφια και κοντά στη βοσκή των ζώων της οικογενείας. Μερικές απ’ αυτές διέθεταν δύο χώρους διαμονής, αποθήκη και αυλή εν μέρει σκεπαστή. Η επιφάνεια που καταλάμβαναν έφτανε σε ορισμένες περιπτώσεις και τα 60 τετραγωνικά. Κατάφερναν όμως να είναι ενταγμένες σωστά στο περιβάλλον, βοηθούσης της πέτρινης κατασκευής και του χαμηλού ύψους.

Το τρίτο είδος κτίσματος που απαντάται στην ύπαιθρο είναι βέβαια τα ξωκλήσια. Η σκληρή αντιπαράθεση του λευκού (κατά κανόνα) όγκου τους, με τα χρώματα της φύσης γύρω τους, κάθε άλλο παρά αντιαισθητική μοιάζει.

Η περιπλάνηση μου στις εξοχές του νησιού και η ενδελεχής παρατήρηση του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος μου έδωσε τις ιδέες για το πώς θα αντιμετώπιζα το πρόβλημά μου. Σχεδίασα τα «τρία σπίτια» με τα διδάγματα από την παραδοσιακή αρχιτεκτονική της  Τηνιακής υπαίθρου. Έτσι:

Έσπασα τον όγκο κάθε σπιτιού σε επί μέρους όγκους, έτσι ώστε κανένας τους να μην είναι μεγάλος.

Έκανα εναλλαγή πέτρινων και λευκοσοβαντισμένων όγκων, μικραίνοντας την αίσθηση της μεγάλης επιφάνειας του κάθε σπιτιού.

Ανέπτυξα τον άξονα κάθε κατοικίας παράλληλα στην κλήση, δηλαδή παράλληλα με τις ξερολιθιές και  στο πλάτος μίας «σκάλας»,  ακόμα κι αν αυτό σήμαινε απόκλιση της κατοικίας από την κύρια θέα. Με άλλη διάταξη προέκυπταν μεγάλοι διώροφοι όγκοι, λόγω της μεγάλης κλίσης.

Οι μορφές απλές, δωρικές. Τίποτα περιττό, κανένα φτιασίδι, μόνο ότι προέκυπτε από την λειτουργία.

Οι αναλογίες των επί μέρους στοιχείων (ανοιγμάτων κλπ) όπως αυτές των παραδοσιακών κατασκευών.

Τα υλικά φυσικά και παραδοσιακά.

Με τις εικόνες των τριών σπιτιών στο μυαλό μου στάθηκα πάλι στη δημοσιά

και κοίταξα  την πλαγιά. Φαντάστηκα τα τρία σπίτια κατασκευασμένα. Ηρέμησα. Αισθάνθηκα ότι και η πλαγιά με κοίταξε με συμπάθεια. Σαν να είχε καταλάβει ότι πρόθεση μου ήταν να συνυπάρξουμε ειρηνικά.

Το 2004 κατοικήθηκαν τα δύο πρώτα σπίτια και λίγα χρόνια αργότερα το τρίτο.

Συνεργάτες μου στην κατασκευή, σ’ αυτή την πρώτη μου εμπειρία στην Τήνο, είχα την τύχη να έχω ντόπιους τεχνίτες ,  ανθρώπους που αγαπούσαν πάρα πολύ αυτό που έκαναν.

Θα ήταν εγωιστικό να πω ότι πέτυχα απόλυτα τον στόχο μου. Τα «τρία  σπίτια»

έτυχαν όμως της αποδοχής του κόσμου και ιδιαίτερα αυτών που φιλοξενήθηκαν τα επόμενα χρόνια σ’ αυτά. Αν και για τους τελευταίους δεν είμαι σίγουρος. Είναι τόσο όμορφα εκεί πάνω, τέτοια η θέα, που το σπίτι  έρχεται σε δεύτερη μοίρα.

Στα επόμενα σπίτια που έκανα θεωρώ ότι ο σχεδιασμός είναι πιο ώριμος. Έχουν αποφευχθεί τα λάθη του «πρωτάρη». Βέβαια τα μισά έχουν μείνει στα σχέδια. Περιμένουν τις «καλύτερες  μέρες» για να υλοποιηθούν.

Αρκούμαι να απολαμβάνω την καλή αρχιτεκτονική, έτσι όπως μιλάει μόνη της, χωρίς επένδυση από κείμενα. Οι αρχιτεκτονικές συνθέσεις που μου αρέσουν εξηγούνται με απλά λόγια. Για αυτό, σε τούτο το κείμενο απέφυγα τις θεωρίες, πόσο μάλλον όταν αναφέρονται σε δικά μου έργα. Έτσι κι αλλιώς το κτίριο είναι η συνισταμένη πολλών δυνάμεων και παραμέτρων (θεσμικό πλαίσιο, ιστορία, μόδα, εργοδότης, κ.α.). Ο Αρχιτέκτων είναι μόνο μία από αυτές.

Το μόνο που απαιτώ από τον εαυτό μου και τους άλλους Αρχιτέκτονες που δραστηριοποιούνται στο νησί είναι να το πονέσουν, να μπουν στον κόπο του. Ο καθένας με τις επιλογές  και τα έργα του, φτιάχνει την δική του ιστορία. Οι ιστορίες όλων μας όμως, είναι η ιστορία αυτού του τόπου.

ΘΑΝΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ

ΑΡΧΙΤΕΚΤΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ